- ἀντίκεινται
- ἀντίκειμαιto be set over againstpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιφατικός — ή, ό (Α ἀντιφατικός, ή, όν) [αντιφάσκω] 1. αυτός που περιέχει αντίφαση 2. «αντιφατικές προτάσεις» δύο κατηγορικές προτάσεις οι οποίες μολονότι σχηματίζονται από τους ίδιους όρους αντίκεινται θεμελιωδώς η μία προς την άλλη νεοελλ. (για ανθρώπους)… … Dictionary of Greek
παραστρατηγώ — έω, Α 1. εκδίδω διαταγές που αντίκεινται στις διαταγές τού στρατηγού 2. παθ. παραστρατηγοῡμαι, έομαι γίνομαι αντικείμενο εκμεταλλεύσεως («παραστρατηγηθῆναι διὰ τῶν φίλων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στρατηγῶ (< στρατηγός)] … Dictionary of Greek
συναπαρτίζω — ΝΜΑ απαρτίζω, συνθέτω κάτι από πολλά μέρη ή στοιχεία αρχ. 1. καθιστώ κάτι άρτιο μαζί με κάποιον 2. έχω το ίδιο μέγεθος με άλλον («αἱ Κάνναι... ἀντίκεινται τῇ νήσῳ καὶ συναπαρτίζουσι», Στράβ.) 3. (αμτβ.) α) είμαι ανάλογος, σύμμετρος προς κάποιον ή … Dictionary of Greek
αντίκειται — αντίκεινται (μόνο στο γ πρόσ.) Σημειώσεις: αντίκειται : η μτχ. χρησιμοποιείται κυρίως ως ουσιαστικό (το αντικείμενο) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής